- ὀχυροποιησάμενοι
- ὀχυροποιέομαιfastenaor part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οχυροποιώ — ὀχυροποιῶ, έω (Α) (συν. το μέσ.) ὀχυροποιοῡμαι, έομαι στερεώνω, ασφαλίζω, οχυρώνω («ὀχυροποιησάμενοι τοὺς εὐκαιρους τῶν τόπων ἐν διαστάσει», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχυρός + ποιῶ] … Dictionary of Greek